συνεστραμμένου

συνεστραμμένου
συστρέφω
twist up
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάγκυφος — πάγκυφος, ον (Α) 1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος 2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» η ιερή ελιά τής Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας τού συνεστραμμένου σχήματος τού κορμού και τής κυφότητας που παρουσίαζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * +… …   Dictionary of Greek

  • σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”